- ποώδης
- -ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [πόα / ποία]1. αυτός που ανήκει στο είδος τής πόας2. αυτός που μοιάζει με πόανεοελλ.φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» — τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδηβ) «ποώδεις διαπλάσεις»βιολ. εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από βλάστηση η οποία αποτελείται κυρίως από ποώδη είδη, με διάσπαρτα, συχνά, δέντρα ή θάμνουςαρχ.αυτός που έχει το πράσινο χρώμα τής χλόης, χλοερός.
Dictionary of Greek. 2013.