ποώδης

ποώδης
-ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [πόα / ποία]
1. αυτός που ανήκει στο είδος τής πόας
2. αυτός που μοιάζει με πόα
νεοελλ.
φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» — τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδη
β) «ποώδεις διαπλάσεις»
βιολ. εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από βλάστηση η οποία αποτελείται κυρίως από ποώδη είδη, με διάσπαρτα, συχνά, δέντρα ή θάμνους
αρχ.
αυτός που έχει το πράσινο χρώμα τής χλόης, χλοερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποώδης — herbaceous masc/fem acc pl (attic epic doric) ποώδης herbaceous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ποώδης herbaceous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η,  που έχει τις ιδιότητες της πόας (= φυτό με μαλακό βλαστό) ή που μοιάζει με πόα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποωδέστερον — ποώδης herbaceous adverbial comp ποώδης herbaceous masc acc comp sg ποώδης herbaceous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποώδει — ποώδης herbaceous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ποώδης herbaceous masc/fem/neut dat sg ποώδεϊ , ποώδης herbaceous dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποώδη — ποώδης herbaceous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποώδης herbaceous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ποώδης herbaceous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῶδες — ποώδης herbaceous masc/fem voc sg ποώδης herbaceous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποώδεις — ποώδης herbaceous masc/fem acc pl ποώδης herbaceous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποωδῶν — ποώδης herbaceous masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποώδεσι — ποώδης herbaceous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποώδους — ποώδης herbaceous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”